Δυσκοιλιότητα και ακράτεια
Η δυσκοιλιότητα και η ακράτεια είναι συμπτώματα που ταλαιπωρούν χρονίως τον ασθενή με σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του και την κοινωνική του δραστηριότητα. Επειδή αφορούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και διατίθεται πληθώρα εξετάσεων απαιτείται σύνεση όσον αφορά το εύρος του διαγνωστικού ελέγχου για κάθε ασθενή.
Δυσκοιλιότητα
Για να ορισθεί η λειτουργική δυσκοιλιότητα, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ρώμης ΙΙΙ, θα πρέπει να πληρούνται 2 ή περισσότερα από τα κάτωθι:
1) δυσχεσία τουλάχιστον στο 25% των κενώσεων
2) σκληρά κόπρανα τουλάχιστον στο 25% των κενώσεων
3) αίσθημα ατελούς αφόδευσης τουλάχιστον στο 25% των κενώσεων
4) δακτυλική υποβοήθηση τουλάχιστον στο 25% των κενώσεων
5) αίσθημα απόφραξης στην ορθό τουλάχιστον στο 25% των κενώσεων
6) λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα
Τα ανωτέρω πρέπει να ισχύουν για τουλάχιστον 3 μήνες, με έναρξη τους τουλάχιστον 6 μήνες πριν τη διάγνωση.
Είναι ευρέως γνωστό ότι δύο είναι οι βασικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε δυσκοιλιότητα: η βραδεία διάβαση του περιεχομένου εντός του Π.Ε. και η διαταραχή της λειτουργίας της αφόδευσης.
Οι ασθενείς που πληρούν τα κριτήρια της λειτουργικής δυσκοιλιότητας καθώς και αυτοί που δε βελτιώθηκαν με διατροφικές οδηγίες για αύξηση των προσλαμβανόμενων φυτικών ινών ή με τη χορήγηση απλών καθαρτικών και δεν παρουσιάζουν όμως ανησυχητικά συμπτώματα πρέπει να προχωρήσουν σε έλεγχο με λειτουργικές δοκιμασίες. Η <<χρυσή τριάδα>> διαγνωστικών εξετάσεων περιλαμβάνει τη μανομετρία του ορθού, τη δοκιμασία εξώθησης μπαλονιού και το χρόνο διάβασης του Π.Ε.
Κατά τη μανομετρία του ορθού, εξετάζονται η πίεση ηρεμίας, η πίεση εξώθησης καθώς και το ορθοπρωκτικό αντανακλαστικό.
Όμως και ασυμπτωματικοί ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν παθολογική την εξέταση, γι αυτό τα αποτελέσματα πρέπει πάντα να συνεκτιμώνται με εκείνα των υπολοίπων εξετάσεων. Η δοκιμασία εξώθησης μπαλονιού μελετά την ικανότητα και το χρόνο που χρειάζεται ο ασθενής για να εξωθήσει ένα μπαλόνι με 50-60 ml χλιαρού ύδατος ή αέρα. Είναι χρήσιμο ως screening test, αλλά δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για Tην αιτιολογία της λειτουργικής διαταραχής ούτε το φυσιολογικό αποτέλεσμα αποκλείει τη διάγνωση της λειτουργικής δυσκοιλιότητας. Ο χρόνος διάβασης του Π.Ε. εκτελείται με πολλές διαφορετικές μεθόδους.
Με βάση την κατά Hilton μέθοδο, χορηγείται την 1η ημέρα μια κάψουλα που περιέχει 24 ακτινοσκιερά δισκία και καταμετρώνται τα μη αποβαλλόμενα δισκία την 6η ημέρα με λήψη απλής ακτινογραφίας κοιλίας: (Φ.Τ. <5 5="" mri="" 3=""> 4 ετών. Μπορεί να είναι μείζονα ή ελάσσονα . Η απώλεια μόνο αερίων δεν ορίζεται ως ακράτεια. Παρατηρείται στο 2,2-15,3% του γενικού πληθυσμού και περιορίζει σημαντικά την κοινωνικότητά του.
Αιτιολογία
Παθήσεις που προσβάλουν το παχύ έντερο ή/και το πυελικό έδαφος μπορούν να οδηγήσουν σε ακράτεια. Ιατρογενής κάκωση του σφιγκτήρα, μετακτινική πρωκτίτιδα και διαταραχές της λειτουργίας της κένωσης είναι συχνά αίτια για τους άνδρες ενώ οι μαιευτικές κακώσεις του σφιγκτήρα στις γυναίκες μπορεί να οδηγήσουν σε ακράτεια μετά από τοκετό. Όμως στο γυναικείο πληθυσμό, ακράτεια παρουσιάζεται κυρίως στην 7η δεκαετία, γεγονός που υποδηλώνει ότι και άλλοι παράγοντες όπως η ηλικία, η εμμηνόπαυση και η χρόνια προσπάθεια εξώθησης παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι μελέτες των τελευταίων 5 ετών βοήθησαν σημαντικά στην κατανόηση 4 παραγόντων που συμμετέχουν στον παθοφυσιολογικό μηχανισμό:
1) πλην των κακώσεων ή των ουλών του σφικτήρα, αρκετές γυναίκες με ακράτεια παρουσιάζουν και ατροφία του έξω σφιγκτήρα ή του ηβο-ορθικού μυός, όπως αναδεικνύεται σαφώς με τη μαγνητική τομογραφία
2) ο τεινεσμός αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ακράτεια, ανεξάρτητα από τη διάρροια,
3) η υποαισθητικότητα του ορθού είναι επίσης ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου, τέλος
4) η δυσυνέργεια με αποτέλεσματη μειωμένη κένωση του ορθού προδιαθέτει σε ακράτεια.
Η λήψη ολοκληρωμένου ιστορικού μπορεί -σε κάποιες περιπτώσεις- να οδηγήσει άμεσα στη κατανόηση της αιτιολογίας και στη σωστή θεραπευτική αγωγή (π.χ. διάρροια μετά από χολοκυστεκτομή και συνοδό ακράτεια). Πρέπει να συλλέξουμε πληροφορίες για το τύπο της ακράτειας, τη διάρκεια του συμπτώματος και τις συνήθειες του εντέρου. Επίσης πρέπει να αναγνωρίσουμε πιθανά συνοδά νευρολογικά συμπτώματα ή διαταραχές από το ουροποιητικό σύστημα, έχοντας υπ’ όψιν μας ότι συστηματικά ή οργανικά νοσήματα ή κακώσεις της Σ.Σ μπορεί να οδηγήσουν σε ακράτεια.
Η βαρύτητα της ακράτειας καθορίζεται από τους εξής παράγοντες: τη συχνότητα, τον τύπο (υδαρή ή στερεά κόπρανα ή μεικτού τύπου), την ποσότητα της απώλειας και την συνύπαρξη ή μη τεινεσμού.